- ἐλλεβόρου
- ἑλλέβοροςhelleboremasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑλλεβόρου — ἑλλέβορος hellebore masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλέβορος — (helleborus). Γένος δικοτυλήδονων, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Οι ε. είναι καυστικοί και δηλητηριώδεις και ανθίζουν τον χειμώνα. Ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Το γένος αριθμεί περίπου οκτώ … Dictionary of Greek
ελλεβοροποσία — ἑλλεβοροποσία, η (Α) πόση ελλεβόρου για θεραπευτικούς σκοπούς … Dictionary of Greek
κάρπασον — κάρπασον, τὸ (Α) 1. το φυτό λευκός ελλέβορος 2. ο δηλητηριώδης χυμός τού ελλέβορου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για δάνεια, πιθ. μεσογειακή, λέξη όπως επιβεβαιώνεται από την εναλλαγή s και th οδοντικού: Καρπασία / Κάρπαθος (πρβλ. λατ.… … Dictionary of Greek
στήμονας — Όργανο που στο άνθος των Αγγειοσπέρμων παίρνει μέρος στο σχηματισμό του «ανδρείου» ή «ανδρωνίτη», δηλαδή του άρρενος γεννητικού συστήματος. Κάθε σ. αποτελείται από δύο μέρη που διακρίνονται καθαρά: το νήμα και τον ανθήρα, ο οποίος φέρεται στην… … Dictionary of Greek
Εύδημος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πάριος ιστοριογράφος (5ος αι. π.Χ.). Έργα του δεν διασώθηκαν. 2. Αθηναίος δημαγωγός (; – 382; π.Χ.). Καταδικάστηκε σε θάνατο επί άρχοντα Ευάνδρου, επειδή πρότεινε τη θέσπιση αντιδημοτικού νόμου. 3. Ε. ο Κύπριος (; –… … Dictionary of Greek
σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… … Dictionary of Greek